Τότε; Πότε; + άλλα μικρά ανάλεκτα της κοσμογωνιάς του πάντα..

Λίγοι διάλογοι για την αρχή

Όμως, τί;
Μήπως είναι βαρύ;
Καταλαβαίνετε τι λέει;
Απαράδεκτο το τέλος! Α πα πα πα πα!
Εγώ θέλω να γελάμε, να γελάμε πολύ, να γελάμε ασταμάτητα.
Και τί θα γίνει με την επικαιρότητα; Τί θα γίνει με τα σημαντικά και ασήμαντα αυτού του κόσμου;
Βρήκα αυτό! Αν δοκιμάζαμε αυτό; Να δοκιμάσουμε αυτό!
Εγώ είμαι αυτός και εσύ η γυναίκα του άλλου. Εσύ θα είσαι Ο, εγώ θα είμαι Η και εσύ θα είσαι Ο
όταν θα είμαι ΟΙ..
Όμως πώς;
Να πούμε σε εκείνον να μας πει;
Επουδενί!
Tότε ποιός;
Eμείς ρε!
Μόνοι αλλά όχι έρμοι…ενθουσιώδεις και αγχωμένοι διαβάζουμε, παρακολουθούμε, δοκιμάζουμε.
Σου λέω πες το «έτσι»!
Πώς;
«Έτσι»!
Δε μ΄αρέσει…
Ε! κάνε το όπως θες..
Ο τρόπος κοινός, οι προσλήψεις δικές μας.
Συγκρουόμαστε…να δούμε τι θα βγει.
Συμφωνίες και διαφωνίες, επιβεβαιώσεις και γνωριμίες πάνω στην ίδια σκηνή από τους ίδιους
ανθρώπους, με ρόλους που αρχίζουν στην πρώτη και τελειώνουν στην τελευταία σκηνή του έργου.
Πριν από αυτούς είμαστε εμείς, μετά από αυτούς είμαστε εμείς μαζί τους.
Σε ποιόν αρέσει ο τρόπος που μιλάω;

Σε εμένα. Και εμένα. Και εμένα. Και εμένα. Εμένα μου φαίνεται…

Αντίτιμο; Τί εννοείς;

Μα πόσο κάνουν τα σκηνικά, τα ρούχα, τα φώτα…;
Θα τα βρούμε…Τη μία εγώ, την άλλη εσύ, μετά εμείς.
Ο χρόνος;
Δεν είναι χρήμα!
Η έμπνευση;
Τη βλέπεις; Την πιάνεις; Πιάσ’ την, μπορείς; Δεν μπορείς. Πόσο να «κάνει»;
Να έρχονται όλοι. Όσοι θέλουν, όχι όσοι χωράνε. Κι ας είναι άφραγκοι ή με ψιλά κι ας έχουν
αυτοκίνητο ή ιδρώνουν στο λεωφορείο. Να περάσουν τυχαία, να σταθούν από ενδιαφέρον ή
να φύγουν τρέχοντας.
Κι αν γελάσουν;
Να γελάσουν.
Κι αν μιλήσουν;
Να μιλήσουν.
Κι αν γιουχάρουν;
Nα γιουχάρουν.
Κι αν χορέψουν;
Να χορέψουν.
Όλα εκεί…άλλωστε δε χωράμε σε σακούλες μαγαζιών.

Να, ένας ηθοποιός, μία χορεύτρια και ένας φωτογράφος.

Πού δείχνεις, δεν τους βλέπω.
Να τοι. Αυτός υποκρίνεται το φόβο, αυτή κουνιέται με τη μουσική, αυτός κρεμάει τη φωτογραφική
στο λαιμό του.
Δεν είναι δικιά του, τού την έδωσε αυτή που χορεύει, αφού τον είδε να μονολογεί πομπωδώς
μπροστά στο φακό αυτού που κάνει πως φοβάται. Τότε αυτός δοκίμαζε ένα βαλς μαζί της και
προσπαθούσε να αποτυπώσει τη στιγμή, όταν ο άλλος χορεύοντας άρχιζε να ξεστομίζει λέξεις.
Ε τότε ποιός είναι τί;
Είναι όλοι όλα.
Και ποιός το λέει;

Αυτά που φτιάχνουν.

Η στέγαση και η φιλοξενία.

Περιδιαβαίνοντας επισκεπτόμενοι…
Αυτό το παγκάκι είναι ό,τι πρέπει για την ερωτική σκηνή.
Φαντάσου τα φώτα σε αυτήν την πλατεία.
Η βιβλιοθήκη σας είναι τρομερή, τη φαντάζομαι ως κεντρικό σκηνικό της παράστασης.
Κοίτα πόσο χώρο έχουν οι μπαγάσηδες.
Και θέα στη θάλασσα…
Ακριβώς! Πάνω στις γραμμές του τραίνου.
Μέσα στο δάσος, πίσω από το εργοστάσιο, πάνω στο καμπαναριό, μέσα στη λίμνη!
Μόνοι ή και με όλους…Παντού!

Υπογραφή:

«Πότε θα παίξετε;» ρώτησε ο Ιβάν περιμένοντας μια γρήγορη, γεμάτη σιγουριά απάντηση.
«Τότε» του απάντησαν με ήρεμη φωνή τα παιδιά του ιπποκόμου.
«Πότε βρε διαβολόπαιδα;» ξαναρώτησε ανυπόμονα.
«Τότε» του ανταπάντησαν με μειδίαμα στα χείλη.
«Πότε βρε σπλάχνα του Σατανά;» στρίγγλισε.
«Τότε» είπαν και κάγχασαν μπροστά στα κοκκινισμένα του μούτρα.
«Πότεεεεεεε;»
«Τότε»
«Πότεεεεεεε;»
«Τότε»
«Τότε έ;» ρώτησε νευριασμένος από τον εμπαιγμό.
«Πότε;» απόρρησαν τα σταβλόπαιδα.

 

Λίγα λόγια για τους χορούς και τις κοινότητες των ανθρώπων.

Αφορμή για την παρακάτω αναδημοσίευση αποτέλεσε ένα άρθρο σχετικά με τους παραδοσιακούς χορούς και για την φολκλοριοποίηση τους από αρκετές σχολές εκμάθησης.
Θεωρώ ότι η παράδοση όπως αυτή έχει εντυπωθεί στην σύγχρονη ιστορία της ελλάδας κουβαλάει όλα εκείνα τα συμπλέγματα και τις ταυτότητες που της έχουν επιβληθεί από τις κάθε φορά εξουσίες.
Έχει επιχειρηθεί εντέχνως να απομακρυνθεί και να εξαλειφθεί ο αρχέγονος ρόλος που είχαν στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου οι χοροί, ως στιγμές κοινωνικοποίησης.
Την κοινωνικοποίηση είναι που θέλανε να αποβάλλουν από την συλλογική μνήμη οι εξουσίες και οι σχολές, καθιστώντας τους χορούς και την παραδοσιακή μουσική ένα φολκλόρ πανηγύρι που ταίριαζε και έντεινε τα διάφορα βίντεο διαφήμισης της τουριστικής ελλάδας, που έβαζε τα γκαρσόνια στα νησιά να χορεύουν τον Ζορμπά όλο το βράδυ για να χειροκροτούνε οι τουρίστες από τα; Αυστρίας, που έκανε τα πανηγύρια γραφικές στιγμές στο χωριό του μπαμπά συνοδεία μπύρας και σουβλακίου.
Που θέσπισε την ‘μαγκιά’ του ζεϊμπέκικου και την δημιουργία ανδρικών-γυναικείων χορών.
Μια τέτοια προσπάθεια επιχειρείται στο παρακάτω κείμενο. Αποδόμηση της κυρίαρχης κουλτούρας που έχουν οι παραδοσιακοί χοροί και ως τέτοια προσπάθεια αγκαλιάζεται από το πέρασμα και ελπίζει να αποτελέσει αφορμή για την έναρξη ενός διαλόγου που θα ριγματώσει την κυρίαρχη κουλτούρα και θα επιτρέψει την επιστροφή στα αρχέγονα πεδία που οι χοροί και η μουσική έχει διανοίξει.

 

Στo πλαίσιo των αυτοοργανωμένων μαθημάτων του “Θερσίτη” (χώρου ραδιουργίας και ανατροπής στο Ίλιον), ξεκινήσαμε από το φθινόπωρο του 2011 το μάθημα των παραδοσιακών χορών. Έχοντας ως βασικό άξονα την ανάγκη και επιθυμία για τη μετάδοση της γνώσης και την καλλιέργεια των δεξιοτήτων μας, απαλλαγμένοι από την αυθεντία των ειδικών, τους ρόλους μαθητή-δασκάλου, τους διαχωρισμούς (εθνικούς, θρησκευτικούς, έμφυλους) και κόντρα στην εμπορευματική λογική των διαφόρων σχολών, επιλέξαμε να πειραματιστούμε και να συνδιαμορφώσουμε σε ένα πεδίο που αφορά τον «πολιτισμό» του ευρύτερου γεωγραφικού περιβάλλοντος όπου ζούμε.

Στην Ελλάδα παρατηρείται μια φοβερά μεγάλη ποικιλία ρυθμών και χορευτικών μορφών λόγω της συχνής εναλλαγής του πυκνού τοπίου (κάμποι, βουνά, θάλασσα, λίμνες) αλλά και της γεωγραφικής θέσης της. Πρόκειται για μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, ένα σταυροδρόμι πολιτισμών μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ένας τόπος συνάντησης πολλών και διαφορετικών λαών, ένας κόμβος στις ροές μετακίνησης των πληθυσμών κυρίως λόγω πολεμικών συγκρούσεων και οικονομικής λεηλασίας στους τόπους προέλευσής τους. Οι συνθήκες αυτές διαμόρφωσαν ένα τεράστιο πλούτο συλλογικής έκφρασης μέσω του χορού και των κοινωνικών εκδηλώσεων κάθε κοινότητας.

Ο χορός στη ελλαδική περιφέρεια, ήταν μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα μια από τις σημαντικότερες κοινωνικές εκδηλώσεις. Ήταν όχι μόνο μέσο ψυχαγωγίας αλλά και διαπαιδαγώγησης αφού λειτουργούσε ως ένας τρόπος μύησης στις πολιτιστικές συνήθειες, στις ηθικές αξίες, στις αισθητικές αντιλήψεις, στο ομαδικό πνεύμα, στην αντίληψη της σχέσης των φύλων και στην αντίληψη της δομής και της οργάνωσης της κοινωνίας. Γι΄αυτό και δεν είναι απαλλαγμένος από πολλά στοιχεία του κυρίαρχου πολιτισμικού γίγνεσθαι όπως η πατριαρχία, ο εθνικισμός, ο τοπικισμός, η ιεραρχία, η ταξική διαστρωμάτωση κλπ. Δεν είναι λίγες οι φορές που παραδοσιακοί χοροί και τραγούδια χρησιμοποιήθηκαν στη δημιουργία της εθνικής ταυτότητας και συνοχής, στην τόνωση του εθνικού φρονήματος, ιδιαίτερα σε περιόδους που η ιστορική συγκυρία το επέβαλλε (βλ. τουρκοκρατία, περιόδους προβαλλόμενων εξωτερικών απειλών και περιόδους εσωτερικών κρίσεων) αλλά και στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας (βλ. χουντικά γλέντια, περιόδους μεγάλων γεγονότων εθνικής προβολής όπως οι ολυμπιακοί αγώνες) με κύριο πάντα σκοπό την κοινωνική νομιμοποίηση ενός καταπιεστικού μεν, εθνικοπατριωτικού δε, καθεστώτος.

Στην νεότερη πάλι ελληνική πραγματικότητα (και αντίστοιχα στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη), για την κατασκευή της εθνικής ταυτότητας, χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο το αρχαιοελληνικό παρελθόν και η κλασική εποχή. Οι λαογράφοι, μέσα στον ίδιο συμβολικό περίγυρο, επιχείρησαν να ανακαλύψουν και να προσδώσουν στους αγροτικούς πληθυσμούς επιζώντα αρχαία ήθη και έθιμα. Επειδή λοιπόν ο πολιτισμός είναι φορέας και εκφραστής ταυτοτήτων, η δόμηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας  αποτέλεσε κυριαρχικό σχέδιο που οδήγησε στην «ελληνικότητα». Οι κατασκευαστές της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, αδιαφορώντας ή παρακάμπτοντας σκοπίμως  κάποιες σημαντικές διαστάσεις της αγροτικής ζωής (όπως για παράδειγμα η ομοιότητα ολόκληρης της περιοχής της μεσογείου και των Βαλκανίων σε ήθη, έθιμα και πρακτικές), προσδιόρισαν την ταυτότητα των νεοελλήνων μέσα σε μονοδιάστατα και πολλές φορές πλασματικά όρια, νοθεύοντας και πλάθοντας ακόμη και το δημοτικό τραγούδι.

Τι είναι όμως παραδοσιακό τραγούδι και χορός; Συχνά ο όρος «παραδοσιακός» χρησιμοποιείται καταχρηστικά ως το «καλαματιανό» που μαθαίναμε αναγκαστικά στο σχολείο, το «χασάπικο» στα μπουζοκομάγαζα, το «κότσαρι» και το «πεντοζάλι» από ένα χορευτικό συγκρότημα που λαχανιάζει έχοντας δει την Κρήτη μόνο στον χάρτη, κι έχοντας ακούσει για τους πόντιους μόνο στα ποντιακά ανέκδοτα. Αυτή η κατηγορία χορεύει φολκλόρ ή καλύτερα καταναλώνει «παράδοση».

Στην «παραδοσιακή» κοινωνία, ο χορός και το τραγούδι ήταν συμμετοχή κι όχι θέαμα. Αποτελούσε μέσο μεταβίβασης της πολιτισμικής κληρονομιάς στις επόμενες γενιές, μέσο αναγνώρισης και αποδοχής των διαφορετικών ηθών και εθίμων, θρησκειών και ιδιαιτεροτήτων κάθε κοινότητας όποιες και όσες κι αν ήταν οι πολιτισμικές ομάδες στο εσωτερικό της. Η μετάδοση των χορών, από τη μια γενιά στην άλλη δεν γίνονταν με διδασκαλία. Η κοινωνία στο σύνολό της εξασφάλιζε την εκπαίδευση, όπου οι συμμετέχοντες μάθαιναν χορό ερχόμενοι σε άμεση επαφή μεταξύ τους, όπως συνέβαινε και με τον τρόπο που μάθαιναν τα παιχνίδια και τη γλώσσα. Κανείς δεν αναλάμβανε να τους διδάξει, η μετάδοση βασιζόταν ουσιαστικά στην όσμωση. O χορός τότε, δεν μπορούσε να νοηθεί έξω από τις συγκεκριμένες συνθήκες που τον περιέβαλαν, δηλαδή την κοινότητα. Η μελέτη του χορού μιας κοινότητας δεν βοηθάει μόνο στην κατανόηση αυτού του πολιτισμικού φαινομένου μέσα στον τόπο και τον χρόνο που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε, αλλά μας παρέχει πληροφορίες για την οργάνωση της κοινότητας, για τους ανθρώπους, τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και για την τη σημασία του χορού γι αυτούς.

Ο χορός και το τραγούδι ήταν στο κέντρο της κοινωνικής ζωής. Αποτελούσαν τη συλλογική έκφραση συναισθημάτων (χαρά, λύπη, έρωτας, αγωνία) αλλά και γεγονότων που βίωνε όλη η κοινότητα (γάμος, θάνατος, πόλεμος κ.ά). Συνδεόταν με τη φύση, τις εποχές της, τα χρώματά της, τις αγροτικές εργασίες ακόμη και με τη συλλογική συγκέντρωση οικονομικών πόρων για διάφορα έργα της κοινότητας, χωρίς κεντρική κρατική στήριξη (πχ. Ικαρία).

Για εμάς σήμερα, ο παραδοσιακός χορός είναι ένας ακόμη μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας που σημαίνει, μαρτυρεί, διηγείται, εξιστορεί, παρουσιάζει, εκφράζει, μοιράζεται, επικοινωνεί. Συνυπάρχει σε μια σχέση διαρκούς αλληλεπίδρασης με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του πολιτισμού και της καθημερινότητας (όπως είναι η γλώσσα, η μουσική ή οποιοδήποτε άλλο πολιτισμικό στοιχείο) και ακολουθεί την εξέλιξή τους διαμέσου της ιστορίας του κοινωνικού συνόλου. Γι΄αυτό αναζητάμε μία «παράδοση» που είτε θα είναι ζωντανή κρατώντας στοιχεία από το παρελθόν και θα εμπλουτίζεται διαρκώς από δικούς μας τρόπους, επιθυμίες, ανάγκες, είτε θα είναι στάσιμη, αμετάβλητή και θα εξυπηρετεί μονάχα εθνικούς εορτασμούς και φολκλορικά πανηγύρια. Στις μέρες μας μάλιστα όπου η συστημική κρίση παράγει ολοένα και μεγαλύτερους διαχωρισμούς στη βάση του φύλου και της φυλής, όπου ο κοινωνικός κανιβαλισμός και ο ατομικισμός προβάλλεται συστημικά ως το μόνο κοινωνικό καταφύγιο, όπου η λεηλασία των από πάνω τέμνει όλα τα πεδία της καθημερινότητας των από κάτω, αναζητάμε εκείνους τους τρόπους, εκείνους τους τόπους κι εκείνους χρόνους στους οποίους οι από κάτω θα συναντηθούν και θα μοιραστούν κάθε κοινή τους ανάγκη, από την μόρφωση έως την υγεία, από την στέγαση έως τη διατροφή, από την ανάγκη για επικοινωνία έως την ανάγκη για γλέντι, χορό και δημιουργία.

Εδώ δεν υπάρχει άσυλο

Ημερομηνία: 9 Μαϊου 1985
Τόπος: Πλατεία Εξαρχείων
Υποκείμενο: Αστυνομικός Δ/ντης Αττικής
Λόγια:   «Απαγορεύεται η πορεία αλλά και συγκέντρωση στο χώρο της πλατείας, η οποία εξάλλου δεν σας προσφέρει άσυλο. Και εφ’ όσον τολμήστε να φωνάξτε συνθήματα όπως – μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι – τότε θα συλληφθείτε και θα ισοπεδωθείτε!!»
 Η φράση που πυροδότησε ένα ολόκληρο κίνημα καταλήψεων και συγκρούσεων στους δρόμους της Αθηναικής μητρόπολης, η φράση που έγινε το εφαλτήριο μιας ολόκληρης γενιάς για την έφοδο της στον ουρανό..
 Εδώ δεν υπάρχει άσυλοσημαίνει και μια έλειψη κοινού τόπου, κοινωνικού περιβάλλοντος όπως την αντιμετώπισαν τα συγκροτήματα της ανεξάρτητης μουσικής σκηνής της δεκαετίας του 80.
Ο λόγος για την δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ που σαν στόχο έχει να αποτυπώσει εκείνες τις αγωνίες, τους ήχους και τα αρώματα εκείνης της δεκαετίας, να δείξει ό,τι η δεκαετία του 80 δεν ήταν μόνο άφρο αμφιέσεις, φτηνές βιντεοταινίες, οι ντίσκο και η κακογουστιά..
Μιλώντας για την γενιά του ογδόντα να επισημανθεί ό,τι μιλάμε για μια γενιά που απομονώθηκε και έν πολύς αντιμετωπίστηκε με εχθρότητααπό τους κομματικούς ‘ιδεολόγους’ τόσο της δεξιάς, όσο και της αριστεράς.
Μια περιήγηση στα άτομα, στα στέκια, στις καταστάσεις που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σηματοδότησαν την ανεξάρτητη μουσική σκηνή και όπως αναφέρει και το εισαγωγικό σημείωμα της ομάδας:

Η ελληνική ροκ σκηνή έφτασε πλέον τις 5 δεκαετίες ύπαρξης. Σ΄αυτό τον μισό αιώνα υπήρξε μονάχα μία δεκαετία όπου η ελληνική σκηνή συγχρονίστηκε απόλυτα με την αμερικάνικη, την αγγλική και γενικότερα την ευρωπαϊκή μουσική πραγματικότητα –η δεκαετία του ’80. Πράγματι, σ΄εκείνη τη δεκαετία η μουσική που έπαιζαν τα συγκροτήματα της ανεξάρτητης σκηνής στα κλαμπ της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης δεν διέφερε από όσα παίζονταν στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στο Βερολίνο ή το Παρίσι. Οι ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες της Αγγλίας, της Αμερικής, της Γερμανίας και της Γαλλίας φιλοξενούσαν ελληνικά συγκροτήματα στις συλλογές τους, όντας σε πλήρη συνεργασία με τις ελληνικές ανεξάρτητες εταιρείες. Η ψηφιδωτή αποτύπωση αυτού του φαινομένου είναι ο σκοπός του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ.

Μέσα από συνεντεύξεις μελών των σημαντικότερων συγκροτημάτων της ανεξάρτητης σκηνής του ΄80 αλλά και ανθρώπων που συμμετείχαν στη διαμόρφωση του συγκεκριμένου ρεύματος, μέσα από φωτογραφίες, ακουστικό και οπτικό υλικό, μέσα από διαδρομές σε ιστορικά μουσικά στέκια θα καταγραφεί η ιδιότυπη ιδιοσυγκρασία αυτών των ανθρώπων, η επαναστατική πρακτική DIY (Do It yourself) η οποία οδήγησε τα συγκροτήματα στην αυτοδιαχείριση του καλλιτεχνικού τους έργου, η απευθείας επίθεση στην διαστρεβλωμένη εμπορικά εικόνα του ροκ (what you see is what you get) και φυσικά η (ακόμα και σήμερα επιδραστική) μουσική τους δημιουργία.
Η ανεξάρτητη μουσική σκηνή του ’80 θα εξεταστεί μέσα από την ιστορική της διαδρομή με ορόσημα:

  1. τη συναυλία των Police στο Σπόρτιγκ και το Τριήμερο Ανεξάρτητου Ροκ (1980-1981),
  2. το διήμερο Rock in Athens στο Καλλιμάρμαρο (1985).
  3. τις καταλήψεις σχολών στο κέντρο της Αθήνας και τη δολοφονία Καλτεζά (1984-1985),
  4. την αποκέντρωση που ακολούθησε το κλείσιμο των μαγαζιών στα Εξάρχεια και την διάχυση-διάλυση του μουσικού ρεύματος στις συνοικίες (1988-1989).
  5. τη συναυλία στο Πεδίο του Άρεως (Triffids, PIL, Gun Club) που διακόπηκε βίαια από το κοινό και σήμανε το τέλος της αθωότητας για τη γενιά του 80.
  6. την έξοδο των έγκλειστων διαμαρτυρόμενων του Πολυτεχνείου μετά την αθώωση Μελίστα (1990) η οποία σηματοδοτήθηκε από την συμβολική νίκη των «300 μέτρων πορείας χωρίς μπάτσους» κι από το συνταρακτικά χλευαστικό πανό «Είμαστε ο ανθός της νεολαίας».
Τα παραπάνω σηματοδοτούν την δημιουργία, την άνοδο και την απότομη κατάρρευση της συγκεκριμένης μουσικής σκηνής αλλά και ενός κινήματος της νεολαίας που καταπνίγηκε υπόγεια και βίαια.
Ο συσχετισμός του μουσικού-κοινωνικού αυτού ρεύματος της δεκαετίας του ’80 με την προηγούμενη και την επόμενη δεκαετία θα αποδοθούν μέσα από την μυθοπλαστική απεικόνιση της διαδρομής μιας κασέτας (χαρακτηριστικό μέσο διάδοσης της μουσικής για την δεκαετία του ’80) την οποία προσπαθεί να παραδώσει για γυναίκα-φάντασμα (σύμβολο της δεκαετίας του ’70) και να παραλάβει μια γυναίκα-οδοστρωτήρας (σύμβολο της δεκαετίας του ’90). Η διαδρομή της κασέτας θα ολοκληρωθεί ξεπερνώντας την άρνηση των συγκροτημάτων της δεκαετίας του ΄80 να συνδιαλλαγούν τόσο με το πεθαμένο παρελθόν όσο και με το ομογενοποιημένο μέλλον.


Έχουν προσεγγιστεί και θα συμμετάσχουν στο συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ μέλη των παρακάτω συγκροτημάτων: Antitroppau Council, Metro Decay, Magic De Spell, Cpt. Nefos, Libido Blume, Villa 21, Yell-o-Yell, Headleaders, Παρθενογένεσις, Stress, Auschwitz, Αρνάκια, ΑΝΤΙ, Ανυπόφοροι, Last Drive, Χωρίς Περιδέραιο, Γενιά του Χάους, Panx Romana, Ex Human, Not 2 without 3, South of no North.
Επίσης ο Πέτρος Κουτσούμπας (ιδιοκτήτης του ΑΝ και συνιδιοκτήτης του ΠΗΓΑΣΟΥ), ο Χρήστος Μανωλίτσης (ηχολήπτης και παραγωγός των περισσότερων συγκροτημάτων της εποχής), ο Νέστορας Ηλιάδης (dj στο ΙΡΙΣ, το ΑΛΛΟΘΙ και το ΡΟΔΟΝ, δημιουργός της ομάδας EXODUS), ο Παναγιώτης «Κάιν» Παπαδόπουλος (αναρχικός, δημιουργός του εντύπου τοίχου ΣΠΑΣΤΗΣ κ.λ.π.)

και άν σε έψησε η φάση, παρακολούθα από εδώ τα τεκταινόμενα
ή άν θέλεις πάρε μια τζούρα

 
 

το μεγάλο μας τσίρκο

χτές μερικές χιλιάδες άνθρωποι στην αγωνία τους να σώσουν τις συντάξεις τους και την ζωούλα τους υποθήκευσαν για πάντα το μέλλον όλων μας, 
μόνο που ξέχασαν που κάποια πράγματα απλά επαναλαμβάνονται..
τουλάχιστον άς μάθουν να διαβάζουν:
Μεγάλα νέα φέρνω από κει πάνω
περίμενε μια στάλα ν’ ανασάνω
και να σκεφτώ αν πρέπει να γελάσω,
να κλάψω, να φωνάξω, ή να σωπάσω.
Οι βασιλιάδες φύγανε και πάνε
και στο λιμάνι τώρα, κάτω στο γιαλό,
οι σύμμαχοι τους στέλνουν στο καλό.
Καθώς τα μαγειρέψαν και τα φτιάξαν
από ξαρχής το λάκκο τους εσκάψαν
κι από κοντά οι μεγάλοι μας προστάτες,
αγάλι-αγάλι εγίναν νεκροθάφτες
και ποιος πληρώνει πάλι τα σπασμένα
και πώς να ξαναρχίσω πάλι απ’ την αρχή
κι ας ήξερα τουλάχιστον γιατί.

Το ριζικό μου ακόμα τι μου γράφει


το μελετάνε τρεις μηχανορράφοι.
Θα μας το πουν γραφιάδες και παπάδες
με τούμπανα, παράτες και γιορτάδες.
Το σύνταγμα βαστούν χωροφυλάκοι
και στο παλάτι μέσα οι παλατιανοί
προσμένουν κάτι νέο να φανεί.
Στολίστηκαν οι ξένοι τραπεζίτες,
ξυρίστηκαν οι Έλληνες μεσίτες.
Εφτά ο τόκος πέντε το φτιασίδι,
σαράντα με το λάδι και το ξύδι
κι αυτός που πίστευε και καρτερούσε,
βουβός φαρμακωμένος στέκει και θωρεί
τη λευτεριά που βγαίνει στο σφυρί.

Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι,


μην έχεις πια την πείνα για καμάρι.
Οι αγώνες πούχεις κάνει δεν φελάνε
το αίμα το χυμένο αν δεν ξοφλάνε.
Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι,
η πείνα το καμάρι είναι του κιοτή,
του σκλάβου που του μέλλει να θαφτεί.