για την δύναμη μιας παύσης

Στίς 11 Νοεμβρίου 1918 τελειώνει και επίσημα ο Α’Παγκόσμιος πόλεμος με την υπογραφή της δεύτερης ανακωχής Κομπιέν σε σιδηροδρομικό βαγόνι.
Ο αιματηρός πόλεμος ανάμεσα στις Μεγάλες δυνάμεις ήταν αποτέλεσμα ενός κύματος εθνικισμών που έπληξε την Ευρώπη τα προηγούμενα χρόνια με άμεσο αντίκτυπο και στη περιφέρεια, με άμεση και ενεργό συμμετοχή αποικιακών στρατευμάτων με την εμπλοκή ακόμα και αμερικανικών προσέδωσαν τελικά την έννοια του παγκόσμιου. Τα 18,5 εκατομμύρια θύματα του πολέμου συνθέτουν την εικόνα τψν πολέμων ανάμεσα στους καπιταλισμούς όπου γής..

6 ώρες μετά την υπογραφή της ανακωχής τα μέτωπα σιωπούν, σαν έσβησε ξαφνικά ο ήχος, στο άκουσμα της ανακωχής κανένας πλέον ήχος δεν θυμίζει τους κρότους απο τις βόμπβες, τους συνεχείς πυροβολισμούς, τα κροταλίσματα ερπυστριών και τις κραυγές των θυμάτων. Η φυσικοί ήχοι κυριαρχούν. Η στιγμή ιστορική για τον 20ο αιώνα καταγράφεται στο παρακάτω γράφημα..

world-war-1-ceasefire-november-11-1918-700x392

Η μηχανή καταγραφής ήχοσυ αποτυπώνει εκείνο το ‘κενό’ που δημιούργησε η αναγγελία της υπογραφής της ανακωχής..
Αριστερά οι ακανόνιστες γραμμές αποτυπώνουν τους ήχους του πολέμου, ενώ δεξιά η ‘ηρεμία’ σχεδόν τέλειες γραμμές χωρίς εξάρσεις και κυματισμούς σηματοδοτούν μια πρόσκαιρη ειρήνη 21 χρόνων..

Οι θλιμμένες γυναίκες της Βοσνίας

σχετικά με την ταινία ΣΕΡΑΓΕΒΟ Σ΄ΑΓΑΠΩ:

Στις 14 Δεκεμβρίου, 1995 λήγουν και επίσημα οι εχθροπραξίες στον 3ετή αιματηρό πόλεμο της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.Έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά για εκείνη την περίοδο στην γειτονιά των Βαλκανίων όμως εδώ σήμερα δεν θα σταθούμε στις αιτίες εκείνου του πολέμου, άλλωστε ένας πόλεμος είναι πάντα ένας πόλεμος. Σήμερα θα δούμε μια άλλη εικόνα που σε καμία συμφωνία δεν υπολογίστηκε, καμία επέτειος δεν αναφέρθηκε σε αυτήν, έμεινε μνήμη βαθειά χαραγμένη στους χαρακτήρες που την έζησαν. Το Σεράγεβο σ’αγαπώ είναι μια ταινία της Γιασμίλα Ζμπάντιτς σκηνοθέτιδα από το Σαράγιεβο που οι μνήμες της φτάνουν πίσω μερικά χρόνια στον εμφύλιο της Βοσνίας. Ο τίτλος της ταινίας «Crbavica» (ελληνικός τίτλος «Σεράγεβο σ΄ αγαπώ») μιλάει για μια περιοχή του Σαράγιεβο την Γκορμπάβιτσα την οποία κατέλαβαν το 1992, οι Σερβο-βοσνιακές δυνάμεις. Στην ταινία η Ζμπάντιτς δραματοποιεί την αγωνία των γυναικών της περιοχής οι οποίες έπεσαν θύματα βιασμού την περίοδο 1992-1995. Με τρόπο σπαρακτικό ουρλιάζει στον υπόλοιπο κόσμο ότι μπορεί ο πόλεμος να τελείωσε αλλά κάποια θύματά του εξακολουθούν να ζουν και να αντικρίζουν καθημερινά την φρίκη του. Είναι εκείνες οι γυναίκες που πίσω από τα χαμόγελά τους βρίσκεται μια θλίψη, για την εξουσία του φύλου πάνω στα σώματα τους, για την επιβολή του βιασμού στις ψυχές τους. Γιατί όλα τα ερωτηματικά ‘γιατί’ ενός πολέμου δεν μπορούν να απαντήσουν αυτήν την θλίψη..

Το “Σεράγεβο σ’ αγαπώ” είναι ένα αισιόδοξο τραγούδι, δημοφιλές στη Βοσνία, το οποίο ακούγεται στον επίλογο της ταινίας.

[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=SHBOfJRN9O8[/youtube]

Μελωδίες μνήμης..

για εκείνες τις μελωδίες που άν και είναι έγκλειστες καταφέρνουν να αποδράσουν απο τους τοίχους, να σηκωθούν ψηλότερα απο τα σύρματα, να αγγίξουν τον ουρανό..

το παρακάτω απόσπασμα-ντοκουμέντο είναι μια ηχογράφηση της χορωδίας των γυναικείων φυλακών Αβέρωφ τα χρόνια 1948-1952..

[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=tMPGJZvjxXU[/youtube]

ένα ταξίδι που δεν τελειώνει..

όσο βρισκόμαστε στον δρόμο, το ταξίδι δεν τελειώνει
αλλάζουν μόνο οι σταθμοί..
ένας νέος σταθμός περισσότερο φιλικός είναι κι ο καινούριος ‘χώρος’ που θα φιλοξενεί στο εξής το ιστολόγιο.
τολμήστε και μπείτε για να τα πούμε αντάμα..
καλή αντάμωση ωρέ χαμόρια:

https://notiodytiko-perasma.espivblogs.net/

Η Θανάσιμη Μοναξιά του August Landmesser

                       Για την διάδοση της ιστορικής μνήμης.

                                                 Επεισόδιο:2 Η Μοναξιά του Σχοινοβάτη
 
 
 
Αμβούργο 13 Ιουνίου του 1936. Καθέλκυση εκπαιδευτικού σκάφους. Ο August Landmesser στέκεται ανάμεσα σε ένα πλήθος υψωμένα χέρια που χαιρετούν ναζιστικά. Ο August Landmesser στέκεται βουβός, ασάλευτος μέσα στον φρενήρη ενθουσιασμό. Λίγες μέρες μετά θα συλληφθεί σύμφωνα με το ναζιστικό ρατσιστικό νόμο για «φυλετικό ατιμασμό» . Η γυναίκα του Ίρμα συνελήφθη το 1938 από την Γκεστάπο και ο Landmesser φυλακίστηκε στη φυλακή Fuhlsbüttel, ενώ οι δύο κόρες τους Ingrid και Ειρήνη χωρίστηκαν. Η Ingrid δόθηκε στη γιαγιά της για να τη μεγαλώσει και η Ειρήνη στάλθηκε αρχικά σε ορφανοτροφείο και αργότερα σε άλλες θετούς γονείς. Ο August Landmesser αποφυλακίστηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1941 και το Φεβρουάριο 1944 στάλθηκε στο μέτωπο (Bewährunsbataillon 999), η οποία ήταν μια ιδιαίτερα σκληρή μονάδα, για πολύ επικίνδυνες εργασίες, που αποτελούνταν από πρώην κρατούμενους και «ανεπιθύμητους», οι οποίοι είχαν φαινομενικά την ευκαιρία να αποδείξουν ότι ήταν, κατά τα πρότυπα των Ναζί, πατριώτες. Ήταν επίσης γνωστό ότι η πλειοψηφία των στρατιωτών της μονάδας αυτής δεν θα επιβίωναν. Εκεί O August Landmesser ανακηρύχτηκε αγνοούμενος και πιθανολογείται ότι σκοτώθηκε.
Ο August Landmesser δεν ήταν ένας ‘τρελός’ που δεν ήξερε τι έκανε, ούτε ένας αντιφρονούντας με την κλασσική έννοια του όρου. Ο August Landmesser ήταν ένας εργάτης. O August Landmesser γεννήθηκε στις 24 Μαΐου 1910, στο Moorrege (χωριό κοντά στο Αμβούργο. Έγινε μέλος του ναζιστικού κόμματος το 1931 προσδοκώντας ότι αυτή του η ενέργεια θα του επέτρεπε να εξασφαλίσει μια θέση εργασίας. Πράγματι σε λίγο καιρό βρήκε μια θέση εργασίας, ως εργάτης στα ναυπηγεία Blohm + Voss shipyard στο Αμβούργο. Παρέμεινε ως μέλος του ναζιστικού κόμματος μέχρι το 1935, όταν παντρεύτηκε μία Εβραία (Ίρμα Έκλερ) και απέκτησε παιδιά μαζί της.
Ο August Landmesser στέκεται και παρατηρεί μέσα στο πλήθος με μια απέραντη μοναξιά, μόνος μέσα σε μια θάλασσα υψωμένα χέρια, χωρίς δισταγμό με ένα ανεξήγητο για πολλούς ψυχικό σθένος για το τί επιφέρει μια τέτοια κίνηση στην ναζιστική Γερμανία του 36′. Μόνος, σιωπηλός με μια ταπεινότητα που μόνο στους σχοινοβάτες ταιριάζει..

Ινσταμπούλ-Αθήνα ένα οδόφραγμα δρόμος

Στις 22Νοεμβρίου του δώδεκα το παρόν στερέωμα ανέστειλε με κάποιον ανορθόδοξο τρόπο την λειτουργία του.Χωρίς αφορμή, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο.
Στον γυρισμό από τον αποχαιρετισμό ενός φίλου, ένιωθα έντονα την ανάγκη της επικοινωνίας με άλλο κόσμο…και ύστερα…..και ύστερα εισήλθαμε στο σύμπαν της καταστολής και οι ζωές μας γύρισαν ανάποδα και χαωθήκαμε και ξεχάσαμε το σημείο ορισμού μας, τις αναφορές μας και τα απάγκια μας.
Να όμως που ήρθε τώρα μια ακόμη διασυμπαντική στιγμή να προκαλέσει την δόνηση εκείνη που αναζητούσαμε για να βγούμε από την χειμέρια νάρκη της ύπαρξης μας..
Τα όσα συμβαίνουν στην Τουρκία είναι η υπενθύμιση σε όλους μας, όπου και αν βρισκόμαστε πως οι στιγμές που θα κληθούμε να επιλέξουμε αν θα θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι, είναι πολύ πιο κοντά από όσο απέχουν τα δελτία των 8 από τα σαλόνια μας




Το κλειδί θα μείνει για πάντα κάτω απο το γεράνι

Όταν πρίν απο 15 χρόνια έπεσε στα χέρια μου το ‘Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς’, οι πρώτες πληροφορίες που συνέλεξα για τον συγραφέα ήταν αρκετές για να ιντρικάρουν έναν αναγνώστη ανατρεπτικών βιβλίων.
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα απο γονείς καπνεργάτες το επάγγελμά το οποίο  άσκησε και ο ίδιος από παιδική ηλικία. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε συνθήκες φτώχιας αρχικά στη γενέτειρά του και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη. Για οικονομικούς λόγους δε μπόρεσε να τελειώσει ούτε το δημοτικό σχολείο (έφτασε μέχρι τη δεύτερη τάξη). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, παιδί ακόμη, εντάχτηκε στην Αντίσταση και το 1947 καταδικάστηκε σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο. Τελικά δεν εκτελέστηκε, έμεινε όμως φυλακισμένος ως το 1953 και από το 1962 έζησε εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη. 
Σε διάφορες φυλακές έζησε και κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας. Η ελεύθερη ζωή του άρχισε ουσιαστικά ξανά μετά τη μεταπολίτευση. 
Ο Χρόνης Μίσσιος γράφει για αυτά που έζησε, όπως ο ίδιος τα βίωσε, τους αγώνες, τις φυλακίσεις, τις καταδίκες έις θάνατον, την ζωή μέσα στην φυλακή, τα λάθη του κόμματος. Μα πάνω απο όλα γράφει με έναν προτόγονο τρόπο έξω απο φόρμες και δομές, γράφει για την ανιδιοτέλεια του επαναστάτη, για εκείνο το αρχέγονο όραμα της εφόδου στον ουρανό και μαζί με τις γραφές του σε παρασέρνει σε ένα σύμπαν αμέτρητων εικόνων.
Απο το πρώτο του βιβλίο ακουλούθησαν τα ‘Χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε’,’Τα κεραμίδια στάζουν’, βιβλίο πανόραμα στην ζωή των καπνεργατών της Καβάλας, γιομάτο εικόνες απο τους μαχαλάδες.
Και ακολουθεί το ‘Κλειδί είναι κάτω απο το γερανι’.
Γραφή απόκοσμη και συνάμα συμπαντική, κάνοντας στροφή στην θεματολογία του στο κλειδί ο Χρόνης Μίσσιος μας βάζει σε έναν κόσμο δραπετών, όχι απο κάποια φυλακή, αλλά δραπετών απο τον σύγχρονο πολιτισμό.
Μας μιλάει για μια παρέα ελεύθερων ανθρώπων που αηδιασμένοι απο τον πολιτισμό της εξουσίας και της υποδούλωσης ανθρώπου και φύσης ζούν αρμονικά σε μια κοσμογωνιά.Σε πλήρη αρμονία με την φύση ανακαλύπτουν σιγά  σιγά μέσα απο την εξερεύνηση την ίδια την ουσία της ζωής.Ξαναβρίσκουν τα ξεχασμένα συναισθήματα, βιώνουν τον έρωτα όπως είναι χωρίς φύλο, δημιουργούν σχέσεις, σχέσεις ουσιαστικές και απελευθερωμένες. Γίνονται κοινωνοί της ίδιας τους της ζωής.
Σ’ αυτόν τον κόσμο κυβερνά ο έρωτας, νεράιδες και μικροί θεοί ξεφαντώνουν μαζί με τους θνητούς, κι όλες οι περιπέτειες τελειώνουν καλά με μαγικούς τρόπους.  Σε αυτόν τον κόσμο μας καλέι ώστε να ξαναεφεύρουμε εκείνες τις έννοιες που ποδοπάτησε ο αστικός πολιτισμός.Τις έννοιες αγάπη, έρωτας, αρμονία, ευτυχία.
Ο κόσμος του Χρόνη Μίσσιου είναι ένα ιδανικό καταφύγιο, πλημμυρισμένο από ξεχασμένες αισθήσεις και θαύματα ζωντανά.Η  ζωή του Χρόνη Μίσσιου εήταν γεμάτη συγκινήσεις, αγώνες και απογοητεύσεις, όμως μέσα σε αυτά κατάφερε να βρεί την ισορροπία της ύπαρξης. Ο ίδιος δήλωνε συχνά σε φίλους που τον επισκέπτωνταν στο σπίτι όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια σαν κοσμοκαλόγερος: Δεν κατάφερα να αλλάξω το σύστημα, αλλά δεν θα επιτρέψω να με αλλάξει αυτό..

Ο Χρόνης Μίσσιος έφυγε στις 20 Νοέμβρη, αφού πρώτα νίκησε τον θάνατο με την ίδια του την ζωή..

”Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται άπαξ που λένε, σαν μια μοναδική ευκαιρία, τουλάχιστον με αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειτε να ξαναυπάρξουμε ποτέ. Και εμείς τι την κάνουμε ρέ, αντί να την ζήσουμε; Την σέρβνουμε απο δώ και απο κεί δολοφονώντας την.Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.Μα αφού είναι οργανωμένες πως είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πως να οργανώσεις τα συναισθήματα; Έτσι με αυτήν την κωλοεφεύρεση που την λένε ρολόι σμπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας σαν να είναι βάρος και μας είναι βάρος, γιατί δεν ζούμε κατάλαβες; μόνο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει και αυτή η ώρα, να φύγει και αυτή η μέρα μέχρι το αύριο και πάλι φτού και απ’την αρχή.Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, μέσα στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες, σαν ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό». Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας”

Καλό σεργιάνι ρε σαλονικιέ..